- συνοδοιπόρος
- ο , η1) попутчик, -ца (тж. полит.);
τυχαίος συνοδοιπόρος — случайный попутчик;
2) спутни|к, -ца
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυχαίος συνοδοιπόρος — случайный попутчик;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνοδοιπόρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρος — ο, ΝΜΑ σύντροφος στην οδοιπορία, αυτός που βαδίζει μαζί με άλλον (α. «τὸν ἐν πολέμοις ὄντα σοι καλὸν συνοδοιπόρον», Πρόδρ. β. «συνοδοιπόρον ἢ σύμπλουν ἢ εἴ τῳ ἄλλῳ ἐντυγχάνοις», Ξεν.) νεοελλ. μτφ. αυτός που συμπορεύεται ιδεολογικά και πολιτικά με … Dictionary of Greek
συνοδοιπόρος — ο 1. συνταξιδιώτης, σύντροφος σε κάποιο ταξίδι. 2. αυτός που συμβαδίζει ιδεολογικά με κάποιον άλλο: Οι κεντρώοι κατηγορήθηκαν ως συνοδοιπόροι των κομουνιστών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνοδοιπόροις — συνοδοίπορος fellow traveller masc dat pl συνοδοιπόρος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρου — συνοδοίπορος fellow traveller masc gen sg συνοδοιπόρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρους — συνοδοίπορος fellow traveller masc acc pl συνοδοιπόρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρων — συνοδοίπορος fellow traveller masc gen pl συνοδοιπόρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρῳ — συνοδοίπορος fellow traveller masc dat sg συνοδοιπόρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρε — συνοδοιπόρος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόροι — συνοδοιπόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδοιπόρον — συνοδοιπόρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)